Την άμεση αναγκαιότητα και τη σημασία της εφαρμογής μιας Εθνικής Στρατηγικής με στόχο τη δημιουργία χρηματοοικονομικά αυτόνομων και ψηφιακά έξυπνων πολιτών, επανέλαβε ο Καθηγητής του ΤΕΠΑΚ Π. Ανδρέου, σε Ημερίδα στο πλαίσιο της 1ης Ελληνικής Οικονομικής Ολυμπιάδας
Τα οφέλη που θα προκύψουν από την εφαρμογή μιας Εθνικής Στρατηγικής Χρηματοοικονομικής Παιδείας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, επανέλαβε ο Αναπληρωτής Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Τμήμα Εμπορίου, Χρηματοοικονομικών και Ναυτιλίας, του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου (ΤΕΠΑΚ), Δρ Παναγιώτης Ανδρέου, σημειώνοντας πως στόχος αυτής της Στρατηγικής είναι η δημιουργία μιας νέας γενιάς ενημερωμένων, χρηματοοικονομικά αυτόνομων καθώς και ψηφιακά έξυπνων πολιτών.
Ο Δρ Ανδρέου μιλούσε στην Ημερίδα για την «Οικονομική Εκπαίδευση στην Ελλάδα», η οποία διεξήχθη στις 10 Ιουλίου στο πλαίσιο του τελικού γύρου της 1ης Ελληνικής Οικονομικής Ολυμπιάδας.
Στόχος της ημερίδας ήταν να διεξαχθεί μία ευρύτερη συζήτηση για τη σημασία της οικονομικής εκπαίδευσης εξετάζοντας τις ανάγκες αναδιοργάνωσης των σχολικών προγραμμάτων στην Ελλάδα, τη σύγκριση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος με άλλα αντίστοιχα ευρωπαϊκά, και τα θετικά αποτελέσματα που απορρέουν από τη γνώση οικονομικών για τα άτομα, την κοινωνία και επιχειρηματική δράση.
Σε παρέμβασή του στην ενότητα με θέμα «Βέλτιστες Πρακτικές στη Διδασκαλία των Οικονομικών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση”, ο Δρ Ανδρέου επικεντρώθηκε περισσότερο σε προβληματισμούς που θα πρέπει να εστιάσει οποιαδήποτε προσπάθεια εισαγωγής μαθήματος χρηματοοικονομικής παιδείας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, θέτοντας μια σειρά από ερωτήματα τα οποία έχουν προκύψει και από συζητήσεις με την Ad Hoc Επιτροπή για τη Χάραξη Εθνικής Στρατηγικής για την Προώθηση του Χρηματοοικονομικού Αλφαβητισμού και Χρηματοοικονομικής Παιδείας στην Κύπρο, στην οποία αποτελεί μέλος.
Ανέφερε, επίσης ότι αυτοί οι προβληματισμοί και ερωτήματα θα πρέπει να αποτελούν τη βάση για τον εντοπισμό των «καλών πρακτικών» όσον αφορά τη διδασκαλία των χρηματοοικονομικών στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, προσθέτοντας πως για να μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως «βέλτιστες» τις πρακτικές που εφαρμόζονται σε άλλες χώρες θα πρέπει να έχουν αξιολογηθεί διεξοδικά ως προς τα αποτελέσματά τους και συγχρόνως να μπορούν να αποφέρουν τα ίδια θετικά αποτελέσματα στη χώρα όπου θα εφαρμοστούν (πχ την Ελλάδα ή Κύπρο).
«Απλή αντιγραφή πρακτικών άλλων χωρών δεν εξασφαλίζει και την επιτυχία. Μια χώρα, πολύ απλά, μπορεί να καταγράφει ικανοποιητικά επίπεδα χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού και φαινομενικά να έχει επιτυχημένες πρακτικές ως αποτέλεσμα ενός συνόλου άλλων ιδιοσυγκρασιακών παραγόντων της συγκεκριμένης χώρας, οι οποίοι αποτελούν σημαντικές προϋποθέσεις για την αποτελεσματική εφαρμογή πρωτοβουλιών ενίσχυσης της χρηματοοικονομικής παιδείας στα σχολεία», ανέφερε ο Δρ Ανδρέου.
Κατά την παρέμβασή του στην Ημερίδα, αναφέρθηκε σε επιστημονικά ευρήματα πρόσφατης μελέτης του η οποία εκπονήθηκε σε συνεργασία με την Δρ Σοφία Ανυφαντάκη από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η εν λόγω μελέτη καταγράφει μια θετική και στατιστικά σημαντική σχέση ανάμεσα στο επίπεδο των χρηματοοικονομικών γνώσεων και στη συχνότητα χρήσης υπηρεσιών ηλεκτρονικής τραπεζικής μέσω του i-banking. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον εύρημα, ανέφερε, είναι πως οι καταναλωτές που χαρακτηρίζονται ως “χρηματοοικονομικά αναλφάβητοι” αναφέρουν ως κυριότερους λόγους για τους οποίους δεν χρησιμοποιούν αυτές τις υπηρεσίες το γεγονός πως δεν εμπιστεύονται το i-banking και πως δεν έχουν εμπιστοσύνη στις δικές τους χρηματοοικονομικές και ψηφιακές δεξιότητες. Τα ευρήματα της μελέτης αναδεικνύουν την εν δυνάμει αλληλεπίδραση μεταξύ του χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού και της ψηφιακής ικανότητας των ατόμων και τις συνέπειες τους για τη χρήση χρηματοοικονομικών τεχνολογιών.
Στη συνέχεια, ο Δρ Ανδρέου, σημείωσε, πως η ψηφιακή χρηματοοικονομική παιδεία είναι ένα σύγχρονο γνωσιακό αντικείμενο, το οποίο εξελίσσεται και αναπλάθεται με ταχείς ρυθμούς και προκύπτει να αποτελεί σημαντική «δεξιότητα του 21ου αιώνα», επισημαίνοντας πως «εάν θέλουμε ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο να προετοιμάζει τη μετάβαση των νέων από τα θρανία στην εργασία, θα πρέπει να μετακινηθούμε από τη στείρα μετάδοση πληροφοριών και να επικεντρωθούμε στο πώς μπορούν οι νέοι να αξιοποιούν στην πράξη (δλδ με βιωματικό τρόπο) την αποκτηθείσα γνώση».
Τόνισε ακόμη πως είναι σημαντικό να αντιληφθούμε πως το να «μαθαίνεις πώς να μαθαίνεις» (learning to learn) δεν ήταν ποτέ τόσο επίκαιρο και σημαντικό όσο σήμερα, υπογραμμίζοντας πως η πρόκληση για τους εκπαιδευτικούς του μέλλοντος είναι να αναπτύξουν έναν τρόπο διδασκαλίας που να ενθαρρύνει τον εκπαιδευόμενο να «μαθαίνει πράττοντας», να πειραματίζεται, να κάνει ερωτήσεις, να επιλύει τα προβλήματα που ανακύπτουν, να αλληλεπιδρά, αλλά και να έχει θέληση και ικανότητα για μάθηση».
Καταλήγοντας, ανέφερε πως «η προώθηση της χρηματοοικονομικής παιδείας δεν πρέπει να γίνει αποσπασματικά με την εισαγωγή ενός μαθήματος στο Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Όπως και στην περίπτωση της Κύπρου, η Ελλάδα θα ήταν καλό να προχωρήσει με τον Σχεδιασμό Εθνικής Στρατηγικής Προώθησης του Χρηματοοικονομικού Αλφαβητισμού και Χρηματοοικονομικής Παιδείας που συνολικά να στοχεύει στη δημιουργία (μιας νέας γενιάς) ενημερωμένων, χρηματοοικονομικά αυτόνομων καθώς και ψηφιακά έξυπνων πολιτών».